Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐεξάλειπτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐ-εξάλειπτος, -ον (ἐξαλείφω), αυτός που εξαλείφεται εύκολα, σε Ξεν.