LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εὐδοκέω"
- εὐ-δοκέω, παρατ. εὐδόκουν ή ηὐδόκουν, μέλ. -ήσω, 1. είμαι πλήρως ευχαριστημένος, ευαρεστούμαι, ἔν τινι, με κάποιον ή κάτι, σε Κ.Δ. 2. με απαρ., συναινώ να, συμφωνώ να κάνω κάτι, στο ίδ.