Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐδαιμονικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐδαιμονικός, , -όν, αυτός που συντελεί, συμβάλλει στην ευτυχία, σε Πλάτ.· τὰ εὐδ., τα συστατικά στοιχεία της ευτυχίας, σε Ξεν.