Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐδαίμων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐ-δαίμων, -ον, 1. ευλογημένος από τον θεό· απ' όπου, τυχερός, ευτυχισμένος, μακάριος, Λατ. felix, σε Ησίοδ., Θέογν., Τραγ. κ.λπ.· τὸ εὔδαιμον = εὐδαιμονία, σε Θουκ.· επίρρ. -μόνως, σε Ευρ. κ.λπ. 2. λέγεται για εξωτερική ευτυχία, τυχερός, πλούσιος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.