Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐδία"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
εὐδία, (εὔδιος), 1. καλοκαιρία, αίθριος καιρός, σε Ξεν. 2. μεταφ., γαλήνη, ησυχία, αταραξία, ηρεμία, σε Αισχύλ., Ξεν.
εὐ-διάβᾰτος, -ον, ευκολοπέραστος, ευκολοδιάβατος, ποταμός, σε Ξεν.
εὐ-διάβολος, -ον, αυτός που εύκολα διαβάλλεται, διαστρέφεται, παραποιείται, σε Πλάτ.
εὐδιαίτερος, , -ον, ανώμ. συγκρ. του εὔδιος.
εὐ-δίαιτος, -ον (δίαιτα), αυτός που ζει με εγκράτεια, με μέτρο, σε Ξεν.
εὐδιάλλακτος, -ον, αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, ειρηνικός· επίρρ. -τως, σε Πλούτ.
εὐδι-άναξ, -ακτος, , άρχοντας της ηρεμίας, βασιλιάς της γαλήνης, σε Λουκ.