LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εὐγνώμων"
- εὐ-γνώμων, -ον, γεν. -ονος (γνώμη),· I. 1. αυτός που έχει καλά αισθήματα, καλόκαρδος, αβρός, ευγενικός, λογικός, επιεικής, σε Ξεν. κ.λπ. 2. σοφός, συνετός, φρόνιμος, σε Ανθ. II. 1. επίρρ. -μόνως, επιεικώς, δικαίως, ειλικρινώς, ευθέως, σε Λουκ. 2. με σύνεση, φρονίμως, σε Ξεν.