Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐγενής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐ-γενής, -ές (γένος), I. 1. αυτός που προέρχεται από καλή οικογένεια, έχει καλή καταγωγή, ευγενική γενιά, Λατ. generosus, σε Τραγ.· εὐγενές (ἐστι), είναι σημάδι ευγενείας, σε Ηρόδ. 2. υψηλόφρων, γενναιόψυχος, μεγαλόψυχος, σε Σοφ., Πλάτ. 3. λέγεται για ζώα καλής ράτσας, καθαρόαιμο, ευγενές, γενναίο, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για χώρα, εύφορη, γόνιμη, σε Πλούτ. 4. λέγεται για εξωτερική μορφή, έξοχος, ευγενικός, σε Ευρ. II. επίρρ. -νῶς, μεγαλόψυχα, γενναία, στον ίδ.