LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εὐάρεστος"
- εὐ-άρεστος, -ον (ἀρέσκω), ευχάριστος, ικανοποιητικός, τερπνός, σε Κ.Δ.· επίρρ., εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι, γίνομαι περισσότερο ευχάριστος σε κάποιον, σε Ξεν.