Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἷς"

Βρέθηκαν 172 λήμματα [1 - 20]
εἰς ή ἐς, πρόθ. μόνο με αιτ., Ριζική σημασία, μέσα σε, και μετά προς· I. λέγεται για τόπο, 1. η συνηθέστερη χρήση, εἰς ἅλα, μέσα ή στη θάλασσα, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυρίως αντίθ. προς το ἐκ, ἐκ σφυρὸν ἐκ πτέρνης, από το κεφάλι στα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς ἔτος ἐξ ἔτεος, από χρονιά σε χρονιά, σε Θεόκρ.· έπειτα, με τα ρήμ. ψυχικού πάθους ή κατεύθυνσης, ἰδεῖν εἰς οὐρανόν, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς ὦπα ἰδέσθαι, κοιτώ στο πρόσωπο, στο ίδ.· σε Όμηρ. και Ηρόδ. επίσης με αιτ. προσ., εκεί όπου οι Αττ. χρησιμ. ὡς, πρός, παρά. 2. με ρήμ. που δηλώνουν στάση σε τόπο, όταν εννοείται κίνηση που έχει προηγηθεί σε ή προς, ἐς μέγαρον κατέθηκε, δηλ. το έφερε μέσα στο σπίτι και το τοποθέτησε εκεί, σε Ομήρ. Οδ.· παρεῖναι ἐς τόπον, πηγαίνω σε έναν τόπο και παραμένω εκεί, σε Ηρόδ. 3. με ρήμ. λεκτικά, λόγους ποιεῖσθαι εἰς τὸ πλῆθος, έρχομαι μπροστά στο πλήθος και εκφωνώ λόγο, στο ίδ. κ.λπ. 4. ελλειπτ. χρήση, εἰς Ἀΐδαο, Αττ. εἰς Ἅιδου (δόμους), ἐς Ἀθηναίης (ἱερόν), στο ναό της Αθηνάς κ.λπ.· όπως στα Λατ. ad apollinis, ad Castoris(ενν. aedem)· ομοίως και με τα προσηγορικά, ἀνδρὸς ἐς ἀφνείου, στου πλούσιου άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για χρόνο, 1. για να δηλώσει συγκεκριμένο σημείο ή όριο χρόνου, έως, μέχρι, ἐς ἠῶ (Αττ. εἰς τὴν ἕω), σε Ομήρ. Οδ.· ἐς ἠέλιον καταδύντα, μέχρι τη δύση του ήλιου, στο ίδ.· ἐς ἐμέ, μέχρι τις ημέρες μου, σε Ηρόδ.· ομοίως με επιρρ., εἰς ὅτε (πρβλ. ἔςτε), μέχρι τη στιγμή που..., σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, εἰς πότε; έως πότε; σε Σοφ.· ἐς ὅ, μέχρι αυτού του σημείου, σε Ηρόδ. 2. για να οριοθετήσει μία χρονική περίοδο, εἰς ἐνιαυτόν, για τη διάρκεια ενός χρόνου, δηλ. για έναν ολόκληρο χρόνο, σε Όμηρ.· ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην, για το καλοκαίρι, σε Ομήρ. Οδ.· εἰς ἑσπέραν ἥκειν, ἔρχομαι προς το βραδάκι, σε Αριστοφ.· εἰς τρίτην ἡμέραν ή εἰς τρίτην μόνο του, κατά την τρίτη μέρα, σε τρεις μέρες, σε Πλάτ.· ἐς τέλος, επιτέλους, σε Ηρόδ.· οὐκ ἐς ἀναβολάς, χωρίς αναβολή, στον ίδ.· ομοίως με επιρρ., ἐςαὔριον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς αὖθις ή ἐσαῦθις, σε Θουκ.· εἰς ἔπειτα, σε Σοφ. κ.λπ.· πρβλ. εἰσάπαξ, εἰσότε. III. για να δηλώσει μέτρο ή όριο, 1. ἐς δίσκουρα λέλειπτο, έμεινε τόσο πίσω όσο η ρίψη ενός δίσκου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς δράχμην διέδωκε, πληρώθηκαν όσο αξίζει μια δραχμή, σε Θουκ. 2. με αριθμητικά, ναῦς ἐς τὰς τετρακοσίους, μέχρι του αριθμού των τετρακοσίων, στον ίδ.· εἰςἕνα, εἰς δύο, ένα μέχρι δύο, μέχρι κ.λπ., σε Ξεν. IV.για να δηλωθεί συσχέτιση ή συγγένεια, 1. προς ή απέναντι σε κάποιον, ἁμαρτάνειν εἴςτινα, σε Αισχύλ.· ἔχθρα ἔς τινα, σε Ηρόδ. 2. όσον αφορά, όπως το Λατ. quod attinet ad, εὐτυχεῖν ἐς τέκνα, σε Ευρ.· ἐς τὰ ἄλλα, σε Θουκ.· τό γ' εἰς ἑαυτόν, τὸ εἰς ἐμέ, σε Σοφ., Ευρ. 3. περιφραστικά αντί επιρρ., ἐς κοινόν = κοινῶς, σε Αισχύλ.· ἐς τὸ πᾶν = πάντως, στον ίδ.· εἰς τάχος = ταχέως, σε Αριστοφ. V. για να δηλώσει περάτωση, ἔρχεσθαι, τελευτᾶν ἐς..., τερματίζει, τελειώνει, καταλήγει σε..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταξαίνειν ἐς φοινικίδα, κόβω, σκίζω σε κόκκινα κουρέλια, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για σκοπό, εἰςἀγαθόν, για καλό, για καλό του, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰς κάλλος ζῆν, ζω για επίδειξη, σε Ξεν.
εἶς, μίᾱ, ἕν, γεν. ἑνός, μιᾶς, ἑνός· επιτετ. Επικ. ἕεις· Επικ. θηλ. ἴᾰ, γεν. ἰῆς· δοτ. ἰῇ, δοτ. ουδ. (ἰῷ κίον ἤματι) επίσης συναντάται στην Ομήρ. Ιλ. (ο αρχικός τύπος ήταν πιθ. ΕΝ-Σ, πρβλ. Λατ. un-us. Το θηλ. μία υποδηλώνει μία δεύτερη ρίζα, πρβλ. οἶος με μόνος). I. 1. ένας, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἷς οἶος, μία οἴη, μοναδικός, μοναδική, στον ίδ.· εἷς μόνος, σε Ηρόδ. 2. με υπερθ., όπως το Λατ. unus omnium maxime, εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον παρασχών, σε Αισχύλ.· κάλιστ' ἀνὴρ εἷς, σε Σοφ.· πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων αἴτιος κακῶν, σε Δημ. 3. σε αντίθεση, εμφατικό μέσω του άρθρου, ὁ εἷς, ἡ μία, σε Όμηρ., Αττ. 4. με άρνηση, εἷς οὐδείς, nullus unus, ούτε ένας, κανένας, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐχ εἷς, δηλ. περισσότεροι από ένας, σε Αισχύλ.· και ακόμη πιο εμφατικό, οὐδὲ εἷς, μηδὲ εἷς, βλ. οὐδείς, μηδείς. 5. εἷς ἕκαστος, κάθε ένας, ο καθένας από μόνος του, ο καθένας ξεχωριστά, Λατ. unusquisque, σε Ηρόδ., Πλάτ. 6. συχνά με την κατά, καθ' ἕνα ἕκαστον, καθένα ξεχωριστά, κομμάτι κομμάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, καθ' ἕνα, καθ' ἕν, ένα προς ένα, σε Πλάτ. 7. με άλλες προθέσεις, ἕν ἀνθ' ἑνός, πάνω από όλα, στον ίδ.· ἓν πρὸς ἕν, σε συγκρίσεις, σε Ηρόδ., Πλάτ.· εἷς πρὸς ἕνα, σε Δημ.· παρ' ἕνα, αλεπάλληλα, διαδοχικά, σε Λουκ. II. ο αυτός, δηλ. ο ίδιος, εἷς καὶ ὅμοιος, σε Πλάτ.· με δοτ., ο ίδιος με..., σε Ευρ. III. ένας, αντίθ. προς το κάποιος άλλος· ομοίως, ὁ μὲν..., εἷς δὲ..., εἷς δ' αὖ..., σε Ομήρ. Οδ.· εἷς μέν..., ἕτερος δέ..., σε Ξεν. IV. αόριστα, εἷς τις, κάποιος, Λατ. unus aliquis, σε Σοφ., Πλάτ.· έπειτα, μόνο του όπως το αγγλ. αόρ. άρθρο a, an (όπως faber unus, σε Οράτ.), σε Ευρ. V.οὐδὲ εἷς οὐδὲ δύο, όχι μόνο ένας ή δύο, σε Δημ.
εἶς, I. βʹ ενικ. του εἰμί (sum). ΙI. του εἶμι (ibo).
εἷσα, αόρ. αʹ του ἵζω, θέτω, βάζω, τοποθετώ.
εἰσαγγελεύς, -έως, , αυτός που αναγγέλλει, υπηρέτης που προηγείται για να αναγγείλει κάποιον ενώπιον του βασιλιά στην Περσική αυλή, σε Ηρόδ.
εἰσαγγελία, , στην Αθήνα, καταγγελία, κατηγορητήριο που παρουσιάζεται ενώπιον της Βουλής των πεντακοσίων, ή (κάποιες φορές) στην ἐκκλησίαν, σε Ξεν.
εἰσ-αγγέλλω, μέλ. -ελῶI. 1. μπαίνω μέσα και αναγγέλλω κάποιον (πρβλ. εἰσαγγελεύς), σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. αναγγέλλω, αναφέρω, γνωστοποιώ κάτι, σε Θουκ.Παθ., ἐσαγγελθέντων ὅτι..., δόθηκε η πληροφορία ότι..., στον ίδ. II. καταγγέλλω, σε Δημ. κ.λπ.· πρβλ. εἰσαγγελία.
εἰσαγγελτικός, , -όν, ο σχετικός με την καταγγελία, παρά Δημ.
εἰσ-ᾰγείρω, μέλ. -ερῶ, συλλέγω, μαζεύω, συναθροίζω σ' ένα μέρος, σε Όμηρ. — Μέσ., νέον δ' ἐσαγείρατο θυμόν, συγκέντρωσε καινούριο θάρρος, νέα γενναιότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης και με Παθ. σημασία, θοῶς δ' ἐσαγείρατο λαὸς (εἰς τὰς ναῦς), σε Ομήρ. Οδ.
εἰσ-άγω[ᾰ], μέλ. -ξω, παρακ. -ἀγήοχα· I. 1. οδηγώ προς ή μέσα, φέρνω μέσα, παρουσιάζω, με διπλή αιτ., αὐτοὺς εἰσῆγον δόμον, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, εἰσάγειν τινὰ ἐς..., σε Ηρόδ.· ή με δοτ., τινὰ δόμοις, σε Ευρ.Μέσ., επιτρέπω να εισαχθούν στρατιωτικές δυνάμεις σε μία πόλη, σε Θουκ.· επίσης, οδηγώ, φέρνω (κάποιον) μέσα σε συνασπισμό, κάνω μέλος συνομωσίας, σε Ηρόδ. 2. ἐσάγειν ή ἐσάγεσθαι γυναῖκα, οδηγώ σύζυγο στο σπίτι μου, παίρνω γυναίκα ως σύζυγο, ducere uxorem, στον ίδ. 3. εισάγω ξένα εμπορεύματα, στον ίδ., Αττ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. ἰατρὸν εἰσάγειν τινί, καλώ γιατρό, σε Ξεν. 5. εισάγω νέα ήθη κι έθιμα, σε Ηρόδ., Ευρ. II. 1. φέρνω μέσα, εισάγω, παρουσιάζω, ιδίως πάνω σε σκηνή, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. εἰσάγειν τι ἐς τὴν βουλήν, φέρνω ενώπιον της Βουλής, σε Ξεν. 3. ως δικανικός όρος, εἰσάγειν δίκην ή γραφήν, εισάγω υπόθεση στο δικαστήριο, Λατ. litem intendere, σε Αισχύλ., Δημ.· εἰσ. τινά, οδηγώ κάποιον στο δικαστήριο, ασκώ δίωξη, μηνύω, σε Πλάτ.
εἰσᾰγωγεύς, -έως, , αυτός που φέρνει, εισάγει υποθέσεις στο δικαστήριο, σε Δημ.
εἰσᾰγωγή, , I. εισαγωγή αγαθών, σε Πλάτ. II. ως δικανικός όρος, εισαγωγή υποθέσεων στο δικαστήριο, στον ίδ.
εἰσᾰγώγιμος, -ον, I. αυτό που μπορεί ή επιτρέπεται να εισαχθεί, σε Πλάτ. II. ως δικανικός όρος, εντός, μέσα στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, δίκη, σε Δημ.
εἰσ-αεί, αντί εἰς ἀεί, για πάντα, σε Αισχύλ., Σοφ.
εἰσ-αείρομαι, Μέσ., δέχομαι μέσα, παραδέχομαι, σε Θέογν.
εἰσ-αθρέω, μέλ. -ήσω, βλέπω, ξεχωρίζω, διακρίνω, αναγνωρίζω, κοιτάζω κατάματα, σε Ομήρ. Ιλ.
εἰσ-αίρω, μέλ. -αρῶ, φέρνω ή μεταφέρω μέσα, σε Αριστοφ.
εἰσᾱΐσσω, συνηρ. -ᾴσσω, Αττ. -ᾴττω, μέλ. -άξω, μπαίνω ή πηδώ μέσα, σε Αριστοφ.
εἴσαιτο, ευκτ. Μέσ. αόρ. αʹ του *εἴδω.
εἰσ-αΐω, ακούω ή ακροώμαι, εισακούω, αποδέχομαι, με γεν., σε Θεόκρ.