Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἷμα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
εἷμα, -ατος, τό (ἕννυμι),· I. ένδυμα· στον πληθ., ρούχα, ένδυση, σε Όμηρ. κ.λπ. II. σκέπασμα, τάπητας, στρώμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
εἷμαι, I. Παθ. παρακ. του ἕννυμι. II. Παθ. παρακ. του ἵημι. III. Παθ. παρακ. του ἕζω, σπανιότερος τύπος του ἧμαι.
εἵμαρται, εἵμαρτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του μείρομαι· μτχ. εἱμαρμένος.