
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εἷμα"
- εἷμα, -ατος, τό (ἕννυμι),· I. ένδυμα· στον πληθ., ρούχα, ένδυση, σε Όμηρ. κ.λπ. II. σκέπασμα, τάπητας, στρώμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
- εἷμαι, I. Παθ. παρακ. του ἕννυμι. II. Παθ. παρακ. του ἵημι. III. Παθ. παρακ. του ἕζω, σπανιότερος τύπος του ἧμαι.
- εἵμαρται, εἵμαρτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του μείρομαι· μτχ. εἱμαρμένος.