
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εἶμεν"
- εἰμέν, I. Επικ. και Ιων. αντί ἐσμέν, αʹ πληθ. του εἰμί (sum). ΙI.εἶμεν, εἴμεναι, Δωρ. απαρ. του ίδιου ρήματος.
- εἱμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του ἕννυμι.