Αποτελέσματα για: "εἵλη"
Βρέθηκαν 10 λήμματα [1 - 10]
-
εἴλη, ἡ, = ἴλη, σε Ηρόδ.· κατ' εἴλας, σε στρατεύματα, στον ίδ.
-
εἵλη, ἡ, η ζέστη του ήλιου ή η θερμότητα, σε Αριστοφ.
-
εἴληγμαι, Παθ. παρακ. του λαγχάνω.
-
εἰληδόν, -δά, επίρρ. (εἰλέω), μέσο κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.
-
εἱληθερέομαι, Μέσ., λιάζομαι στον ήλιο, σε Λουκ.
-
εἱλη-θερής, -ές (θέρω), αυτός που θερμαίνεται, ζεσταίνεται από τον ήλιο.
-
εἰλήλουθα, εἰληλούθειν, Επικ. αντί ἐλήλῠθα, -ύθειν, παρακ. και υπερσ. του ἔρχομαι· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.
-
εἵλησις, -εως, ἡ (εἵλη), θερμότητα του ήλιου, ζέστη, σε Πλάτ.
-
εἴληφα, εἴλημμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του λαμβάνω.
-
εἴληχα, παρακ. του λαγχάνω.