Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἵλη"

Βρέθηκαν 10 λήμματα [1 - 10]
εἴλη, , = ἴλη, σε Ηρόδ.· κατ' εἴλας, σε στρατεύματα, στον ίδ.
εἵλη, , η ζέστη του ήλιου ή η θερμότητα, σε Αριστοφ.
εἴληγμαι, Παθ. παρακ. του λαγχάνω.
εἰληδόν, -δά, επίρρ. (εἰλέω), μέσο κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.
εἱληθερέομαι, Μέσ., λιάζομαι στον ήλιο, σε Λουκ.
εἱλη-θερής, -ές (θέρω), αυτός που θερμαίνεται, ζεσταίνεται από τον ήλιο.
εἰλήλουθα, εἰληλούθειν, Επικ. αντί ἐλήλῠθα, -ύθειν, παρακ. και υπερσ. του ἔρχομαι· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.
εἵλησις, -εως, (εἵλη), θερμότητα του ήλιου, ζέστη, σε Πλάτ.
εἴληφα, εἴλημμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του λαμβάνω.
εἴληχα, παρακ. του λαγχάνω.