Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἴσω"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
εἴσω, ἔσω, επίρρ. αντί εἰς, ἐς· I. 1. μέσα σε, εντός, απόλ., μήπού τις ἐπαγγείλῃσι καὶ εἴσω, μήπως κάποιος μπορέσει και μεταφέρει τα νέα και μέσα στο σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.· εἴσω ἀσπίδ' ἔαξε, την έσπασε, την χτύπησε ακόμη και στο εσωτερικό, ακόμη κι από μέσα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ., δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· Ἄϊδος εἴσω (ενν. δόμον), στο ίδ. II. 1. = ἔνδον, εσωτερικά, μέσα σε, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. με γεν., μένειν εἴσω δόμων, σε Αισχύλ.· εἴσω τῶν ὅπλων, ανάμεσα στους βαριά οπλισμένους στρατιώτες, δηλ. περικυκλωμένος από αυτούς, σε Ξεν.
εἰσ-ωθέω, μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω με δύναμη μέσα, — Μέσ., πιέζω τον εαυτό μου πάνω σε, σε Ξεν.
εἰσ-ωπός, -όν (ὤψ), στραμμένος με το πρόσωπο προς μια κατεύθυνση, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν, (οι Αχαιοί) στάθηκαν αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.