Αποτελέσματα για: "εἴρων"
Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
-
εἴρων, -ωνος, ὁ, αυτός που λέει λιγότερα από αυτά που έχει στο μυαλό του, υποκριτής, Λατ. dissimulator, σε Αριστοφ. κ.λπ.
-
εἰρωνεία, ἡ, υποκρισία, δηλ. υποθετική, ψεύτικη, προσποιητή άγνοια, ειρωνεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
εἰρωνεύομαι, αποθ., υποκρίνομαι, δηλ. προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, προσποιούμαι, προφασίζομαι, σε Αριστοφ.
-
εἰρωνικός, -ή, -όν (εἴρων), υποκρισία, δηλώνω προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.