Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἴρων"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
εἴρων, -ωνος, , αυτός που λέει λιγότερα από αυτά που έχει στο μυαλό του, υποκριτής, Λατ. dissimulator, σε Αριστοφ. κ.λπ.
εἰρωνεία, , υποκρισία, δηλ. υποθετική, ψεύτικη, προσποιητή άγνοια, ειρωνεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
εἰρωνεύομαι, αποθ., υποκρίνομαι, δηλ. προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, προσποιούμαι, προφασίζομαι, σε Αριστοφ.
εἰρωνικός, , -όν (εἴρων), υποκρισία, δηλώνω προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.