Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἴδωλον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἴδωλον, τό (εἶδος), I. εικόνα, φάντασμα, οπτασία, σε Όμηρ., Ηρόδ.· βροτῶν εἴδωλα καμόντων φαντάσματα, σκιές νεκρών ανδρών, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κάθε άϋλη μορφή, σκιᾶς εἴδωλον, σε Αισχύλ.· οὐδέν ἄλλο πλὴν εἴδωλα, σε Σοφ. II. εικόνα, ιδέα στο μυαλό, σε Ξεν.· επίσης, φαντασιοπληξία, σε Πλάτ. III. εικόνα, ομοιότητα, σε Ηρόδ. IV.εικόνα, είδωλο, σε Κ.Δ.