Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰσφέρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἰσ-φέρω, μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, παρακ. -ενήνοχα, υπερσ. -ενηνόχειν· I. 1. φέρω, μεταφέρω μέσα ή προς, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 2. φέρνω μέσα, συνεισφέρω, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· στην Αθήνα, πληρώνω φόρο ιδιοκτησίας (βλ. εἰσφορά II), σε Θουκ. 3. επιφέρω (προξενώ) πάνω σε κάποιον, πένθος εἰσφ. δόμοις, σε Ευρ. κ.λπ. 4. εισάγω, παρουσιάζω, προβάλλω, εμφανίζω, προτείνω, σε Ηρόδ.· γνώμην ἐσφ. ἐς τὸν δῆμον, σε Θουκ.· εἰσφ. νόμον, Λατ. legemrogare, σε Δημ.· απόλ., όπως το Λατ. referre ad senatum, σε Θουκ. II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ., εἰσενήνεγμαι, συμπαρασύρομαι, παρασύρομαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μεταφέρω για τον εαυτό μου, εισάγω, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. φέρνω, εισάγω μαζί μου, εισάγω, σε Ηρόδ., Ευρ. III. 1. Παθ., μεταφέρομαι μέσα, αυτός που εισάγεται, σε Ηρόδ. 2. ορμώ μέσα, σε Θουκ.