Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰσπίπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἰσ-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -έπεσον· I. 1. πέφτω μέσα, γενικά με μία πρόθεση βίας, εφορμώ ή εισβάλλω ξαφνικά, ἐς πόλιν, σε Ηρόδ.· ἐς οἴκημα, σε Θουκ.· ποιητ. με δοτ., ἐσπίπτει δόμοις, σε Ευρ. 2. απλά πέφτω μέσα, ἐς χαράδρας, σε Θουκ.· εἰσπ. εἰς εἱρκτήν, ρίχνομαι μέσα στη φυλακή, στον ίδ.· στους Ποιητές, με αιτ., σε Ευρ. 3. περιέρχομαι σε μία συγκεκριμένη κατάσταση, ξυμφοράν, στον ίδ. II. ορμώ, προσβάλλω, επιτίθεμαι, τινά, σε Ηρόδ., Σοφ.