Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰσβολή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἰσβολή, (εἰσβάλλω II), 1. επιδρομή, εισβολή, επίθεση, σε Ηρόδ., Ευρ. 2. είσοδος, πέρασμα, δίοδος, ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική, η διάβαση του Ολύμπου, σε Ηρόδ.· στενό, ισθμός, σε Ευρ.· ομοίως στον πληθ., λέγεται για τις Θερμοπύλες, σε Ηρόδ.· στον πληθ. επίσης, το στόμιο του ποταμού, στον ίδ. 3. είσοδος,άνοιγμα σε κάτι, αρχή, σε Ευρ., Αριστοφ.