LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εἰρήνη"
- εἰρήνη, ἡ, ειρήνη, περίοδος, καιρός ειρήνης, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐπ' εἰρήνης, σε καιρό ειρήνης, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰρ. γίγνεται, γίνεται ειρήνη, σε Ηρόδ.· εἰρήνην ποιεῖν ή ποιεῖσθαι, κάνω ειρήνη· εἰρ. ἄγειν, διατηρώ, προστατεύω την ειρήνη, σε Αριστοφ.· λύειν, την σπάζω, την παραβιάζω, σε Δημ. (άγν. προέλ.).