Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰμί"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
εἰμί (sum), Αιολ. ἐμμίαρχ. ρίζα είναι το ΕΣ - ΜΙ), βʹ προσ. εἶ, Ιων. εἶς, Δωρ. ἐσσί, γʹ ενικ. ἐστί, Δωρ. ἐντί, γʹ δυϊκ. ἐστόν, αʹ πληθ. ἐσμέν, Ιων. εἰμέν, Δωρ. εἰμές, γʹ ενικ. εἰσί (-ίν), Επικ. ἐᾱσι (-ίν), Δωρ. ἐντίπροστ. ἴσθι, Επικ. επίσης σε μεσ. τύπο ἔσσο· γʹ ενικ. ἔστω (ἤτω στην Κ.Δ.)· γʹ πληθ. ἔστωσαν ή ἔστων, Αττ. ὄντων· υποτ. , ᾖς, , Επικ. ἔω, ἐῇς, ἐῇ ή ἔῃσι, Επικ. επίσης εἴω, εἴῃς κ.λπ.· ευκτ. εἴην, -ης ή -ησθα, Επικ. ἔοις, ἔοι· βʹ δυϊκ. εἴτην αντί εἰήτην· πληθ. εἶμεν, εἶτε, εἴησαν ή εἶεν· απαρ. εἶναι, Επικ. ἔμμεναι, ἔμμεν, ἔμεναι, ἔμεν, Δωρ. εἰμέν, εἴμεναι· μτχ. ὤν, Επικ. ἐών, ἐοῦσα, ἐόν· Δωρ. ουδ. γένους πληθ. εὖντα· παρατ. ἦν ή ἔον, σε παλαιά Αττ. επίσης , συνηρ. από Ιων. ἔα, Επικ. ἔην, ἤην, ἦεν, Δωρ. ἦς· γʹ δυϊκ. ἤττην ή ἤστην· γʹ πληθ. ἦσαν, Ιων. και ποιητ. ἔσαν· ο μεσ. τύπος ἤμην συναντάται στην Κ.Δ.· Επικ. γʹ πληθ. εἴατο αντί ἦντο· Ιων. και Επικ. επίσης ἔσκον· μέλ. ἔσομαι, ἔσται, Επικ. επίσης ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται· Δωρ. βʹ και γʹ ενικ. ἐσσῇ, ἐσσεῖται (όπως αν προερχόταν από το ἐσσοῦμαι). Ολόκληρη η οριστ. ενεστ. (εκτός του βʹ ενικ. εἶ), εγκλίνεται όταν το εἰμί είναι συνδετικό· όμως το γʹ ενικ. γράφεται ἔστισε ορισμένες περιπτώσεις έμφασης, π.χ. ἔστι μοι, έχω· όταν χρησιμ. ως ρήμα υπαρκτικό διατηρεί τον τόνο σε όλα τα πρόσωπα.
Α. I.
είμαι, ως υπαρκτικό ρήμα, είμαι, υπάρχω, οὐκ ἔσθ' οὗτος ἀνήρ, οὐδ' ἔσσεται, σε Ομήρ. Οδ.· τεθνηῶτος, μηδ' ἔτ' ἐόντος, στο ίδ.· οὐκέτ' ἔστι, αυτός δεν υπάρχει πια, σε Ευρ.· θεοὶ αἰὲν ἐόντες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσσόμενοι, οι μεταγενέστεροι, στο ίδ.· ζώντων καὶ ὄντων Ἀθηναίων, σε Δημ.· το ίδιο λέγεται και για πόλεις κ.λπ.· ὄλωλεν, οὐδ' ἔτ' ἔστι Τροία (πρβλ. Troja fuit), σε Ευρ. II. λέγεται για πράγματα, είμαι, υπάρχω, εἰ ἔστιν ἀληθέως (ἡ τράπεζα), σε Ηρόδ.· ἕως ἂν ὁ πόλεμος ᾖ, για όσο καιρό αυτός διαρκεί, σε Θουκ. III. είμαι, αντίθ. προς το φαίνομαι ότι είμαι, όπως το esse προς το videri, τὸν ἐόντα λόγον, τον αληθή λόγο, σε Ηρόδ.· τὰ ὄντα ἀπαγγέλλειν, σε Θουκ.· τῷ ὄντι, Λατ. revera, πράγματι, όντως, σε Πλάτ. IV.ακολουθ. από αναφ., οὐκ ἔστιν ὅς, κανένας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· εἰσὶν οἵ, Λατ. sunt qui, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐστὶν ἅ, μερικά πράγματα, στον ίδ.· επίσης, ἔστιν οἵ, αντί εἰσὶν οἵ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· το ίδιο και με συσχετ. μόρια, ἔστιν ἔνθα, Λατ. est ubi, σε Ξεν. κ.λπ.· ἔστιν ὅπως, κατά κάποιο τρόπο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἔστιν ὅτε, ἔσθ' ὅτε, ενίοτε, κάποιες φορές, σε Σοφ. κ.λπ. V.ἔστι, απρόσ., με απαρ., όπως το πάρεστι, είναι δυνατόν, σε Όμηρ., Αττ. Β. I. 1. είμαι, ως συνδετικό ρήμα που συνδέει το κατηγορούμενο με το υποκείμενο, και τα δύο βρίσκονται στην ίδια πτώση, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. ενίοτε το εἶναι με μτχ. αντιπροσωπεύει περιφραστικά ρήμα, ἦν τεθνηκώς, αντί ἐτεθνήκει, σε Αισχύλ.· πεφυκός ἐστι = πέφυκε, σε Αριστοφ. II. το απαρ. πλεονάζει σε κάποιες φράσεις, ἑκὼν εἶναι (βλ. ἑκών II)· τὸ ἐπ' ἐκείνοις εἶναι, quantum in illis esset, σε Θουκ.· τὸ σύμπαν εἶναι, σε Ηρόδ.· τὸ νῦν εἶναι, σε Πλάτ. κ.λπ.
εἶμι, (ibo), βʹ ενικ. εἶ, Επικ. και Ιων. εἶς, εἶσθα, γʹ ενικ. εἶσι· πληθ. ἴμεν, ἴτε, ἴᾱσι, ἶσι ή εἶσι· προστ. ἴθι, γʹ πληθ. ἴτωσαν, ἴτων, ἰόντων· υποτ. ἴω, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. ἴῃσθα, ἴῃσι· Επικ. πληθ. ἴομεν (αντί -ωμενευκτ. ἴοιμι, ἰοίην· Επικ. ἰείην· απαρ. ἰέναι, Επικ. ἴμεναι, ἴμεν, ἴμμεναι· μτχ. ἰών, ἰοῦσα, ἰόν, παρατ. ᾔειν, ᾔεις ή ᾔεισθα, ᾔει ή -ειν· Επικ. και Ιων. ἤϊα, γʹ ενικ. ἤϊε, συνηρ. ᾖε· δυϊκ. ᾔττην· αʹ και βʹ πληθ. ἦμεν, ᾖτε, γʹ πληθ. Επικ. και Ιων. ἤϊσαν, ἴσαν, Αττ. ᾖσαν· επίσης γʹ ενικ. ἴεν, ἴε, σε Όμηρ.· Επικ. αʹ πληθ. ᾔομεν, γʹ δυϊκ. ἴτην· γʹ πληθ. ἤϊον. Υπάρχει επίσης Επικ. Μέσ. μέλ. εἴσομαι, αόρ. αʹ, γʹ ενικ. εἴσατο, ἐείσατο, γʹ δυϊκ. ἐεισάσθην. Στον πεζό λόγο το εἶμι χρησιμ. ως μέλ. του ἔρχομαι, θα πάω, θα έρθω· I. 1. έρχομαι ή πηγαίνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ὁδὸν ἰέναι, παίρνω, επιλέγω ένα δρόμο, σε Ομήρ. Οδ.· στον Όμηρ. με γεν., ἰὼν πεδίοιο, περνώ, διέρχομαι μέσω πεδιάδας· χροὸς εἴσατο, πέρασε μέσα από το δέρμα. 2. μπαίνω σ' ένα πλοίο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πουλιά, πετώ, φτερουγίζω, στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, πέλεκυς εἶσι διὰ δουρός, ο πέλεκυς περνά μέσα από το δοκάρι, σε Ομήρ. Ιλ.· φάτις εἶσι, η φήμη εξαπλώνεται, διαδίδεται, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ. χρήσεις, ἰέναι ἐς λόγους τινί, μπαίνω στη συζήτηση με κάποιον, συζητώ, διασκέπτομαι, σε Θουκ. κ.λπ.· ἰέναι ἐς χεῖρας, καυγαδίζω, συγκρούομαι, «έρχομαι στα χέρια», στον ίδ.· ἰέναι διὰ δίκης πατρί, συζητώ, αντιπαραβάλλω το θέμα μαζί του, σε Σοφ.· ἰέναι διὰ μάχης, διὰ φιλίας, ζω σε διαμάχη ή σύγκρουση, σε φιλία ή φιλικά με άλλους κ.λπ. II. 1. η προστ. ἴθι χρησιμ. όπως το ἄγε, Λατ. age, έλα, έλα λοιπόν, τις περισσότερες φορές συνοδευόμενη από βʹ ενικ. προστ., ἴθι λέξον, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με αʹ πληθ. ἴθι ἐπεσκεψώμεθα, σε Ξεν. 2. ἴτω, ας γίνει, πάει καλά, σε Σοφ., Ευρ. III. προσθήκη μτχ. από τους Τραγ. σε άλλα ρήματα, φρονείτω ἰών, άφησέ τον να φύγει και να σκεφτεί, σε Σοφ.