Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰλικρινής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἰλῐ-κρῐνής, -ές, I. αυτός που δεν έχει αναμειχθεί, που είναι χωρίς πρόσμειξη, καθαρός, αγνός, Λατ. sincerus, σε Ξεν., Πλάτ.· εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος, αυτός που χρησιμοποιεί καθαρή νόηση, νοημοσύνη, στον ίδ.· εἰλ. ἀδικίας, εμφανής αδικία, σε Ξεν. II. επίρρ. -νῶς, χωρίς ανάμειξη, από μόνο του, απλά, καθαρά, απόλυτα, σε Πλάτ. (η προέλ. του εἰλι- αμφίβ.).