Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰκών"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἰκών, , γεν. -όνος, αιτ. -όνα κ.λπ.· ποιητ. και Ιων. τύποι (όπως αν προερχόταν από το εἰκώ), γεν. εἰκοῦς, αιτ. εἰκώ, πληθ. εἰκούς (*εἴκω, ἔοικαI. 1. ομοίωμα, εικόνα, προσωπογραφία, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. είδωλο σε καθρέφτη, σε Ευρ., Πλάτ. II. φαινόμενο, φάντασμα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· εικόνα στο μυαλό, στον ίδ. III. ομοιότητα, similé, σε Αριστοφ., Πλάτ.