Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰκάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἰκάζω, παρατ. ᾔκαζον, Ιων. εἴκαζον· μέλ. -άσω, αόρ. αʹ ᾔκασα, Ιων. εἴκασαΠαθ. μέλ. εἰκασθήσομαι, αόρ. αʹ ᾐκάσθην, παρακ. ᾔκασμαι, Ιων. εἴκασμαι· I. γίνομαι όμοιος με, αναπαριστώ μέσω μίμησης, κάνω το πορτραίτο κάποιου, σε Ξεν.· εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη, φιγούρα, μορφή ζωγραφισμένη όμοια προς την πραγματικότητα, σε Ηρόδ.· αἰετὸς εἰκασμένος, ομοίωμα αετού, στον ίδ. II. παρομοιάζω, συγκρίνω, τί τινι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· εἰκ. τι καί τι, σε Ηρόδ.· περιγράφω μέσω σύγκρισης, παρομοίωσης, στον ίδ.Παθ., είμαι όμοιος, μοιάζω, τινι, σε Ευρ. III. εξάγω συμπέρασμα από σύγκριση, εικάζω, σε Ηρόδ., Σοφ.· ὡς εἰκάσαι, όσο μπορεί να μαντέψει κάποιος, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., συμπεραίνω ότι έτσι έχει η υπόθεση, το ζήτημα, μαντεύω ότι έτσι είναι (εικάζω), στον ίδ., Θουκ.· εἰκ. τι ἔκ τινος, σε Αισχύλ., Θουκ.· ἀπό τινος, στον ίδ.· εἰκ. τι, κάνω εικασία για κάτι, σε Αισχύλ.