Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "επανέρχομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπ-ανέρχομαι, μέλ. -ανελεύσομαι (αλλά βλ. και ἐπάνειμιαποθ. Ενεργ. με αόρ. βʹ και παρακ. I. 1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ἐκ τόπου, σε Θουκ.· στον γραπτό ή προφορικό λόγο, επιστρέφω σε ένα σημείο του λόγου, σε Ευρ., Ξεν., Δημ. 2. με αιτ. πράγμ., ανακεφαλαιώνω, σε Ξεν. II. ανεβαίνω, ανέρχομαι, στον ίδ.· ανέρχομαι ή μεταβαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, σε Ηρόδ.