Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δῶρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δώρον, τό (δί-δωμιI. 1. δώρο, δωρεά, χάρισμα, προσφορά, σε Όμηρ.· τιμητικό δώρο, σε Ομήρ. Ιλ.· δωρά τινος, τα δώρα κάποιου, δηλ. αυτά που δίνονται, προσφέρονται, χαρίζονται από αυτόν, δῶρα θεῶν, σε Όμηρ.· δῶρ' Ἀφροδίτης, δηλ. τα χαρίσματα της ομορφιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., ὕπνου δ., η ευλογία του ύπνου, στο ίδ. 2. δῶρα, δώρα που προσφέρονται σε δωροδοκία, σε Δημ. κ.λπ.· δώρων ἑλεῖν τινα, τον καταδικάζουν επειδή δωροδοκήθηκε, σε Αριστοφ. II. πλάτος του χεριού, παλάμη, ως μονάδα μέτρησης μήκους· βλ. ἑκκαιδεκάδωρος.