Αποτελέσματα για: "δῶμα"
Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
-
δῶμα, -ατος, τό (δέμω), οίκος, οίκημα, κατοικία, σε Όμηρ., Τραγ. I. μέρος σπιτιού, κυρίως δωμάτιο, σε Όμηρ.· από όπου στον πληθ., λέγεται για το σπίτι μόνο, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. II. σπίτι, οικογενειακή θαλπωρή, οικογένεια, νοικοκυριό, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
δωμάτιον, τό, I. υποκορ. του δῶμα, σε Αριστοφ. II. κάμαρα, δωμάτιο, κρεβατοκάμαρα, σε Πλάτ.
-
δωματῖτις, -ιδος, θηλ. επίθ., σπιτική, οικιακή, σε Αισχύλ.
-
δωματο-φθορέω, μέλ. -ήσω (φθορά), καταστρέφω, σπαταλώ την περιουσία μου, σε Αισχύλ.
-
δωμάω, μέλ. -ήσω, οικοδομώ, χτίζω — Μέσ., προκαλώ ανοικοδόμηση, ανεγείρω, ανοικοδομώ, χτίζω, σε Ανθ.