Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δῶμα"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
δῶμα, -ατος, τό (δέμω), οίκος, οίκημα, κατοικία, σε Όμηρ., Τραγ. I. μέρος σπιτιού, κυρίως δωμάτιο, σε Όμηρ.· από όπου στον πληθ., λέγεται για το σπίτι μόνο, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. II. σπίτι, οικογενειακή θαλπωρή, οικογένεια, νοικοκυριό, σε Αισχύλ., Σοφ.
δωμάτιον, τό, I. υποκορ. του δῶμα, σε Αριστοφ. II. κάμαρα, δωμάτιο, κρεβατοκάμαρα, σε Πλάτ.
δωματῖτις, -ιδος, θηλ. επίθ., σπιτική, οικιακή, σε Αισχύλ.
δωματο-φθορέω, μέλ. -ήσω (φθορά), καταστρέφω, σπαταλώ την περιουσία μου, σε Αισχύλ.
δωμάω, μέλ. -ήσω, οικοδομώ, χτίζω — Μέσ., προκαλώ ανοικοδόμηση, ανεγείρω, ανοικοδομώ, χτίζω, σε Ανθ.