Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δῆμος"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
δῆμος, , I. εδαφική περιφέρεια, διαμέρισμα, επικράτεια, χώρα, γη, κτήμα, σε Όμηρ. II. 1. άνθρωποι μιας περιοχής, κοινότητας, δημότες, Λατ. plebs, δήμου ἀνήρ, αντίθ. προς βασιλεύς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για μεμονωμένα πρόσωπα, δῆμος ἐών, όντας κοινός άνθρωπος, δημότης, σε Ομήρ. Ιλ.· στους ιστορικούς, μάζα, όχλος, αντίθ. προς οἱ εὐδαίμονες, οἱ παχέες, οἱ δυνατοί, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για στρατιώτες, αντίθ. προς το αξιωματικοί, σε Ξεν. 2. όπως το πλῆθος, λαός, ελεύθεροι πολίτες, δημοκρατία, αντίθ. προς οἱ ὀλίγοι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. III. στην Αττική, δῆμοι, οἱ, υποδιαίρεση των φυλών, Δωρ. κῶμαι, Λατ. pagi, αρχαίες διαιρέσεις της Αττικής, που ήταν (στην εποχή του Ηρόδ.) 100 στον αριθμό, 10 για κάθε φυλή (αμφίβ. προέλ.).
δημός, , λίπος, ξύγκι, πάχος, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.· δίπλακι δημῷ (λέγεται για το κρέας που προορίζεται για θυσία), με λίπος πάνω και λίπος κάτω, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).
Δημοσθενίζω, μέλ. -σω, μιμούμαι τον Δημοσθένη, σε Πλούτ.
δημοσίᾳ, επίρρ., βλ. δημόσιος.
δημοσιεύω, μέλ. -σω, I. κατάσχω, δημεύω, όπως το δημεύω, σε Ξεν.Παθ., τὰ δεδημοσιευμένα, δημοφιλή, λαϊκά ρητά, αποφθέγματα, σε Αριστ. II. αμτβ., βρίσκομαι σε δημόσια υπηρεσία, ασκώ δημόσιο λειτούργημα, λέγεται για τους γιατρούς, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, είμαι δημόσιος άνδρας, αντίθ. προς το ἰδιωτεύω, στον ίδ.
δημόσιος, Δώρ. δαμ-, , -ον, I. αυτός που ανήκει στο λαό ή στο κράτος, Λατ. publicus, αντίθ. προς το ἴδιος, σε Ηρόδ., Αττ.· δημόσιον εἶναι, γίγνεσθαι, κατάσχεται, δημεύεται, σε Θουκ., Πλάτ. II. ως ουσ., ὁ δημόσιος (ενν. δοῦλος), δημόσιος υπηρέτης, όπως ο δημόσιος κλητήρας, σε Ηρόδ.· δημόσιος γραμματέας, συμβολαιογράφος, σε Δημ. III. 1. ως ουδ., δημόσιον, τό, κράτος, πολιτεία, Λατ. respublica, σε Ηρόδ., Αττ. 2. κάθε δημόσιο κτήριο, δημόσιος χώρος εκδηλώσεων, σε Ηρόδ. 3. κεντρικό δημόσιο ταμείο, αλλού τὸ κοινόν, σε Δημ. 4. δημόσια φυλακή, σε Θουκ. 5. τὰ δημόσια (ενν. χρήματα), δημόσια περιουσία, σε Αριστοφ. IV.ως θηλ., ἡ δαμοσία (ενν. σκηνή), σκηνή των Σπαρτιατών βασιλιάδων, σε Ξεν. V.ως επίρρ.: 1. δοτ., δημοσίᾳ, Ιων. -ίῃ, με κρατικά έξοδα, δημοσία δαπάνη, σε Ηρόδ.· με κοινή συγκατάθεση, κοινή συναινέσει, σε Δημ.· δ. τεθνάναι, πεθαίνω από τα χέρια δημοσίου εκτελεστή, στον ίδ. 2. ουδ. πληθ., δημόσια, με δημόσια έξοδα, δημοσία δαπάνη, σε Αριστοφ.
δημοσιόω, μέλ. -ώσω, I. κατάσχω, δημεύω, όπως το δημοσιεύω, σε Θουκ. II. Παθ., δημοσιεύομαι, κοινολογούμαι, σε Πλάτ.
δημοσι-ώνης, -ου, (ὠνέομαι), ενοικιαστής δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, σε Στράβ.