Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δύω"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
δύω, Επικ. αντί δύο.
δύω, δύνω[ῡ]:
Α.
μτβ., σε μέλ. και αόρ. αʹ, βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι κ.λπ., σε Ομήρ. Οδ. (στο σύνθ. ἐξ-έδῡσα). Β. αμτβ., ενεστ. δύω [ῠ] ή δύνω [ῡ], Επικ. παρατ. δῦνον — Μέσ., δύομαι, παρατ. ἐδυόμην, Επικ. γʹ πληθ. δύοντο· μέλ. δύσομαι [ῡ], αόρ. αʹ ἐδῡσάμην, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. ἐδύσεο, ἐδύσετο, προστ. δύσεο, αόρ. βʹ ἔδυν (όπως αν προερχόταν από το *δῦμι), γʹ δυϊκ. ἐδύτην, πληθ. ἔδῡμεν, ἔδῡτε, ἔδῡσαν, Επικ. ἔδυν· Ιων. γʹ ενικ. δύσκειν, προστ. δῦθι, δῦτε, υποτ. δύω [ῡ], Επικ. ευκτ. δύην [ῡ] (αντί δυίην), απαρ. δῦναι, Επικ. δύμεναι [ῡ], μτχ. δύς, δῦσα, παρακ. δέδῡκα, Επικ. απαρ. δεδῡκεῖν· I. 1. λέγεται για τόπους ή χώρες, εισέρχομαι, διεισδύω, εισχωρώ, τρυπώνω, τείχεα δύω (υποτ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· ἔδυ νέφεα, βυθίσθηκε, κρύφτηκε, χάθηκε μέσα στα σύννεφα, λέγεται για αστέρι, στο ίδ.· δῦτε θαλάσσης κόλπον, βυθισθείτε μέσα στον κόλπο του Ωκεανού, στο ίδ.· δύσεο μνηστῆρας, προσχώρησε σε αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με πρόθ., δύσομαι εἰς Ἀΐδαο, στο ίδ.· δύσετ' ἁλὸς κατὰ κῦμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ κῦμα ἔδυσαν, στον ίδ.· δύσκεν εἰς Αἴαντα, κατέφυγε στον Αίαντα, δηλ. κρύφτηκε, «τρύπωσε» πίσω από την ασπίδα του, στο ίδ. 2. λέγεται για τον ήλιο και τα αστέρια, βυθίζομαι μέσα σε (στη θάλασσα), δύω, «βασιλεύω», ἠέλιος μὲν ἔδυ, στο ίδ.· Βοώτης ὀψὲ δύων, που δύει σιγά-σιγά, αργά-αργά, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸδύντος ἡλίου, σε Ηρόδ.· μεταφ., βίου δύντος αὐγαί, σε Αισχύλ.· ἔδυ δόμος, το σπίτι βούλιαξε, στον ίδ. II. λέγεται για ρούχα και οπλισμό, βάζω, φορώ, περιβάλλομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., εἰ μὴ σύγε δύσεαι ἀλκήν, αν εσύ δεν ενδυθείς, οπλιστείς με δύναμη (πρβλ. ἐπιειμένοςἀλκήνἀμφ' ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα, στο ίδ.· ὤμοιϊν τεύχεα δῦθι, στον ίδ. III. λέγεται για βάσανα, πάθη, και άλλα παρόμοια, επιρρίπτομαι, εισέρχομαι, επέρχομαι, κάματος γυῖα δέδυκε, στο ίδ.· ἄχος ἔδυνεν ἦτορ κ.λπ., στον ίδ.· δῦ μιν Ἄρης, τον διακατείχε το πνεύμα του πολέμου, τον πλημμύρησε, στο ίδ.
δυώ-δεκα, ποιητ. αντί δώ-δεκα (δύο καὶ δέκα), δώδεκα, σε όλα τα γένη, Λατ. duo-decim, σε Όμηρ. κ.λπ.
δυωδεκά-βοιος, -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει όσο δώδεκα βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
δυωδεκά-μηνος, -ον (μήν), αυτός που είναι δώδεκα μηνών (ηλικιακά), σε Ησίοδ.
δυωδεκά-μοιρος, -ον, αυτός που έχει διαιρεθεί, μοιρασθεί σε δώδεκα κομμάτια, σε Ανθ.
δυω-δεκάς, -δεκαταῖος, -δέκατος, Επικ. αντί δωδεκ-.
δυω-και-εικοσί-μετρος, -ον (μέτρον), αυτός που χωρά εικοσιδύο μέτρα, σε Ομήρ. Ιλ.
δυω-και-εικοσί-πηχυς, , αυτός που έχει μήκος εικοσιδύο πήχεις, σε Ομήρ. Ιλ.