Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δύσχιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δύσ-χῐμος, -ον (χεῖμα, πρβλ. μελάγχιμος), ταραχώδης, επικίνδυνος, φοβερός, Λατ. horridus, σε Τραγ.