LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δύστροπος"
- δύσ-τροπος, -ον (τρέπω), δύσκολος ως προς την περιστροφή, ανάποδος, δύσκολος, κακότροπος, ιδιόρρυθμος, σε Ευρ., Δημ.