Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δύστηνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δύστηνος, Δωρ. δύστᾱνος, -ον, I. 1. άθλιος, ελεεινός, ταλαίπωρος, κακόμοιρος, δυστυχισμένος, άτυχος, κακότυχος, κακορίζικος, κυρίως για πρόσωπα, σε Όμηρ., Τραγ.· δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν, δυστυχείς είναι εκείνοι των οποίων οι γιοι με συναντούν, συγκρούονται μαζί μου, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για πράγματα, σε Τραγ., Αριστοφ.· υπερθ. επίρρ. δυστᾱνοτάτως, σε Ευρ. II. μετά τον Όμηρ. με ηθική σημασία, ελεεινός, αξιοθρήνητος, όπως το Λατ. miser, σε Σοφ. (πιθ. αντί δύσ-στηνος· αλλά η προέλ. του -στηνος είναι αμφίβ.).