Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δύσκολος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δύσ-κολος, -ον, αντίθ. προς το εὔκολος· I. λέγεται για πρόσωπα, κυρίως, δύσκολος στο να ικανοποιηθεί με φαγητό, ιδιότροπος, ακόρεστος· έπειτα, γενικά, ανικανοποίητος, δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ., δυσκόλως ἔχειν, διακεῖσθαι, είμαι οξύθυμος, απείθαρχος, σε Πλάτ. II. λέγεται για πράγματα, ενοχλητικός, βασανιστικός, στον ίδ.· γενικά, δυσάρεστος, σε Δημ.· δύσκολόν ἐστι, είναι δύσκολο, σε Κ.Δ.· επίρρ. -λως, δύσκολα, με δυσχέρεια, στο ίδ. (η προέλ. από το -κολος είναι αμφίβ.).