Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δύσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δύσις[ῠ], -εως, (δύω), 1. βασίλεμα, δύση του ήλιου ή των αστεριών, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. μέρος του ορίζοντα στο οποίο δύει ο ήλιος, σημείο της Δύσης, δυτικά μέρη, σε Θουκ. κ.λπ.