Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δύναμις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δύνᾰμις, [ῠ], , γεν. -εως, Ιων. -ιος, Ιων. δοτ. δυνάμι· I. 1. ισχύς, δύναμη, ρώμη, σε Όμηρ.· έπειτα, γενικά, δύναμη, δυνατότητα, ικανότητα να κάνω κάτι, στον ίδ.· παρὰ δύναμιν, πέρα από τις δυνάμεις κάποιου, σε Θουκ.· ὑπὲρ δ., σε Δημ.· κατὰ δ., ως το σημείο που μπορεί κάποιος, Λατ. pro virili, σε Ηρόδ. 2. εξουσία, εξωτερική δύναμη, ισχύς, βαρύτητα, αξίωμα, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. στρατιωτική δύναμη για τον πόλεμο, στρατιωτικές δυνάμεις, σε Ξεν. 4. ποσότητα, Λατ. vis, χρημάτων δ., σε Ηρόδ. κ.λπ. II. δύναμη, ικανότητα, δεξιότητα, αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για τα φυτά κ.λπ., σε Ξεν. III. 1. νόημα, σημαινόμενο ή σημασία μιας λέξης, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. αξία ή αντίτιμο, κόστος των χρημάτων, σε Θουκ.