Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δύναμαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δύνᾰμαι, αποθ., κλίση σε ενεστ. και παρατ. όπως το ἵσταμαι· βʹ ενικ. δύνασαι, Αττ. δύνᾳ· Ιων. δύνῃ· Ιων. γʹ πληθ. δυνέαται· υποτ. δύνωμαι, Επικ. βʹ ενικ. δύνησι, Αττ. δύνῃ· βʹ ενικ. παρατ. ἐδύνω, Ιων. γʹ πληθ. ἐδυνέατο, μέλ. δυνήσομαι, αόρ. αʹ ἐδυνησάμην, Επικ. δυνησάμην, επίσης ἐδυνάσθην, Επικ. δυνάσθην, στην Αττ. ἐδυνήθην, παρακ. δεδύνημαι. Ο αόρ. αʹ έχει επίσης διπλή αύξηση, ἠδυνάμην, ἠδυνήθην.
I. 1. μπορώ, είμαι ικανός, δυνατός, έχω τη δύναμη να κάνω, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· αλλά το απαρ. συχνά παραλείπεται, Ζεὺς δύναται ἅπαντα (ενν. ποιεῖν), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως επίσης, μέγα δυνάμενος, πολύ δυνατός, πανίσχυρος, στο ίδ.· οἱ δυνάμενοι, άνδρες που έχουν δύναμη, εξουσία, σε Ευρ., Θουκ.· δυνάμενος παρά τινι, έχοντας δύναμη, επιρροή με αυτόν, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. είμαι σε θέση, δηλ. τολμώ ή αντέχω να κάνω κάτι, οὐδὲ ποιήσειν δύναται, σε Ομήρ. Οδ.· οὐκέτι ἐδύνατο βιοτεύειν, σε Θουκ. 3. με το ὡς και υπερθ., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα, όσο πιο κρυφά, όσο πιο μυστικά μπορούσαν, στον ίδ.· ὡς δύναμαι μάλιστα, όσο το δυνατόν περισσότερο μπορώ, σε Πλάτ.· ή απλώς, ὡς ἐδύνατο, με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ξεν. II. ισοδυναμώ, λογίζομαι, θεωρούμαι, δηλ.: 1. λέγεται για χρήματα, αξίζω τόσο, με αιτ., ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολούς, ο σίγλος ισοδυναμεί, αξίζει εφτά οβολούς, στον ίδ. 2. λέγεται για αριθμούς, είμαι ισοδύναμος με, ισάξιος με, τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για λέξεις, σημαίνω, δηλώνω, Λατ. valere, στον ίδ. κ.λπ.· ἴσον δύναται, Λατ. idem valet, στον ίδ.· τὴν αὐτὴν δύνασθαι δουλείαν, εννοώντας την ίδια δουλεία, την σκλαβιά, σε Θουκ.· επίσης, ωφελώ, χρησιμεύω, οὐδένα καιρὸν δύναται, δεν χρησιμεύει σε τίποτα, για κανένα σκοπό, σε Ευρ. III. απρόσ., οὐ δύναται, με απαρ., δεν είναι δυνατόν να είναι, σε Ηρόδ.