Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δόρυ"

Βρέθηκαν 13 λήμματα [1 - 13]
δόρυ, τό, γεν. δόρατος· Επικ. κλίση: γεν. δούρατος, δοτ. δούρατι, πληθ. δούρατα, δούρασι· επίσης, δουρός, δουρί, δυϊκ. δοῦρε, πληθ. δοῦρα, δούρων, δούρεσσι· στους Αττ. ποιητές, γεν. δορός, δοτ. δορί ή δόρει, πληθ. ονομ. δόρη (από την ίδια ρίζα όπως το δρῦςI. 1. κορμός δέντρου, δέντρο, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς, ξύλο ή δοκάρι, σε Όμηρ.· δόρυ νήϊον, σανίδα πλοίου, στον ίδ. 2. το πλοίο αποκαλείται δόρυ, όπως το Λατ. trabs, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. ξύλο, κοντάρι δόρατος, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, γενικά, δόρυ, λόγχη, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἰς δόρυ ἀφικνεῖσθαι, μπαίνω εντός πεδίου ρίψης του δόρατος, εντός της εμβέλειας των δοράτων, σε Ξεν.· ἐπὶ δόρυ, προς τη μεριά του δόρατος, δηλ. στο δεξί χέρι, προς τα δεξιά, αντιθ. προς το ἐπ' ἀσπίδα, στον ίδ.· επίσης, το κοντάρι μιας σημαίας, στον ίδ. 2. μεταφ., δουρὶ κτεατίζειν, αποκτώ πλούτη με το δόρυ, δηλ. μέσω του πολέμου, σε Ομήρ. Ιλ.· δορὶ ἑλεῖν, σε Θουκ.· στους Τραγ., για να εκφράσει οπλισμένη, αρματωμένη στρατιά.
δορυ-δρέπᾰνον, τό, είδος δόρατος με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο, σε Πλάτ.
δορῠ-θαρσής, -ές (θάρσος), = δορίτολμος, σε Ανθ.
δορύ-κρανος, δορύ-κτητος, δορύ-παλτος, δορυ-σθενής, λιγότερο ορθοί τύποι αντί δορι-.
δορύ-ξενος, , , φίλος από δόρυ, δηλ. κυρίως, κάποιος, ο οποίος αφού αιχμαλωτίσθηκε από το δόρυ κάποιου, έγινε στη συνέχεια φίλος του· έπειτα γενικά, σταθερός, πιστός, αφοσιωμένος φίλος, σε Αισχύλ., Σοφ.· ως επίθ., δόμοι δορύξενοι, σε Αισχύλ.· ἑστία, σε Σοφ.
δορυ-ξόος, συνηρ. -ξοῦς, (ξέω), τεχνίτης, κατασκευαστής δοράτων, σε Πλούτ.· επίσης, δορυξός, , σε Αριστοφ.
δορυ-σόος, -ον, = δορυσσόος, σε Αισχύλ.
δορυσ-σόητος, -ον, = δορυσσόος, μόχθων δορυσσοήτων, λέγεται για τους αγώνες και τους μόχθους της μάχης, σε Σοφ.
δορυσ-σόος, -ον (σεύομαι), εξαπολύω επίθεση, επιτίθεμαι σείοντας τη λόγχη, σε Ησίοδ., Θέογν.· δορυσσοῦς, σε Σοφ.
δορῠφορέω, μέλ. -ήσω (δορυφόροςI. υπηρετώ ως σωματοφύλακας, τινά, σε Ηρόδ., Θουκ.· γενικά, φρουρώ, φυλάσσω, σε Δημ.Παθ., φρουρούμαι, στον ίδ. II. δ. τινί, υπηρετώ ως φρουρός, σε Ξεν.
δορῠφόρημα, -ατος, τό, τάγμα σωματοφυλάκων, σωματοφυλακή, σε Λουκ.
δορῠφορία, , περιφρούρηση από σωματοφύλακες, τινός, σε Ξεν.
δορῠ-φόρος, -ον (φέρω),· I. αυτός που κουβαλά δόρυ μαζί του, σε Αισχύλ. II. 1. ως ουσ., λογχοφόρος, σωματοφύλακας, σε Ξεν. 2. δορυφόροι, οἱ, φρουροί βασιλιάδων και τυράννων, Λατ. satellites, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., ἡδοναὶ δ., δευτερεύουσες απολαύσεις, σε Πλάτ.