LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δόλος"
- δόλος, ὁ, (από √ΔΕΛ, βλ. δέλ-εαρ),· 1. κυρίως, δόλωμα για ψάρια, δέλεαρ, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα, κάθε έντεχνο μέσο για εξαπάτηση ή σύλληψη, όπως ο Δούρειος ίππος, ο ιστός της Πηνελόπης, στο ίδ.· γενικά, κάθε τέχνασμα ή στρατήγημα, κόλπο, «μηχανή», σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., πανουργίες, στο ίδ. 2. απάτη, πονηριά, καπατσοσύνη, δόλος, Λατ. dolus, σε Όμηρ., Τραγ.