Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δόκιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δόκιμος, -ον (δέχομαι), I. δοκιμασμένος, αυτός που έχει εξετασθεί, ελεγχθεί, ελεγμένος, κυρίως λέγεται για μέταλλα, σε Δημ. II. γενικά: 1. λέγεται για πρόσωπα, εγκεκριμένος, αποδεκτός, έγκριτος, Λατ. probus, σε Ηρόδ.· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, περισσότερο αποδεκτός, φημισμένος στην Ελλάδα, σε Ευρ. 2. λέγεται για πράγματα, εξαίρετος, αξιοσημείωτος, αξιομνημόνευτος, ευάρεστος, σε Ηρόδ. 3. επίρρ. -μως, πραγματικά, αληθινά, ειλικρινά, σε Αισχύλ., Ξεν.