LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δόγμα"
- δόγμα, -ατος, τό (δοκέω),· 1. αυτό που φαίνεται σε κάποιον καλό, γνώμη, δοξασία, σε Πλάτ. 2. δημόσια διαταγή ή διάταγμα, ψήφισμα, θέσπισμα, διάταξη, απόφαση, σε Ξεν., Δημ.
- δογματίζω, μέλ. -σω, 1. αποφαίνομαι, δ. τινὰ καλήν, την ανακηρύσσω καλή, όμορφη, σε Ανθ. 2. στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, υποτάσσομαι στα διατάγματα, σε Κ.Δ.