LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δυσώνυμος"
- δυσ-ώνῠμος, -ον (ὄνυμα, Αιολ. αντί ὄνομα), αυτός που έχει κακό όνομα, φήμη, δυσοίωνος, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· ιδίως, αυτός που έχει όνομα που προμηνύει άσχημα γεγονότα, όπως το Αἴας, στον ίδ.