Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δυσχεραίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δυσχεραίνω, μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐδυσχέρᾱνα (δυσχερήςI. 1. δεν μπορώ να αντέξω κάτι, δυσαρεστούμαι, αηδιάζω, Λατ. aegre ferre, με αιτ., σε Πλάτ.· με αιτ. και μτχ., ενοχλούμαι με αυτό που κάνει κάποιος, σε Αισχίν. 2. αμτβ., νιώθω ενόχληση, πικραίνομαι, δυσαρεστούμαι, εξοργίζομαι, εκνευρίζομαι, τινός, για ή εξαιτίας ενός πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.· τινί, για κάτι, σε Δημ.Παθ., είμαι μισητός, μισούμαι, σε Πλάτ. 3. με απαρ., δεν καταδέχομαι, δεν θέλω να κάνω κάτι, σε Πλάτ. II. μτβ., προκαλώ εκνευρισμό, εξοργίζω, δυσαρεστώ, ῥήματα τέρψαντα ἢ δυσχεράναντ', σε Σοφ. III. δ. ἐν τοῖς λόγοις, φέρνω δυσκολίες στη συζήτηση, είμαι ύπουλος, δύστροπος, σε Πλάτ.