Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δυστυχέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δυστῠχέω, Ιων. παρατ. ἐδυστύχεον, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐδυστύχησα, παρακ. δεδυστύχηκα, (δυστυχής)· είμαι άτυχος, δυσαρεστημένος, θλιμμένος, σε Ηρόδ., Αττ.· τινί, με κάτι, σε Ευρ.· περί τινος, στον ίδ.· ἔν τινι, σε Αριστοφ.· επίσης, πάντα δυστυχεῖν, σε Ευρ.