Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δυσγενής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δυσ-γενής, -ές (γένος),· I. ταπεινός στην καταγωγή, ασήμαντος, σε Ευρ. κ.λπ. II. χυδαίος, αγροίκος, αυτός που έχει ταπεινό φρόνημα, ποταπός, τιποτένιος, στον ίδ.