Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δυσαής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δυσ-ᾱής, -ές (ἄημι), αυτός που πνέει με σφοδρότητα, θυελλώδης, λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ. δυσ-αήων αντί -αέων, σε Ομήρ. Οδ.