Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δυσάρεστος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δυσ-άρεστος, -ον, 1. δύσκολος στο να κατευναστεί, αδιάλλακτος, σε Αισχύλ.· δυσαρεστημένος, ανικανοποίητος, οξύθυμος, δύστροπος, ιδιότροπος, σε Ευρ., Ξεν. 2. αυτός που ικανοποιείται δύσκολα, τινι με κάποιον, σε Ευρ.· τὸ δυσάρεστον, δυσαρέσκεια, απαρέσκεια, σε Πλούτ.