Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δρῦς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δρῦς, , γεν. δρῠός, αιτ. δρῡν· πληθ., ονομ. και αιτ. δρῦς ή δρύες, δρύας, γεν. δρυῶν· I. αρχικά, κάθε δέντρο (το οποίο πραγματικά προέρχεται από την ίδια ρίζα), κοινώς, βελανιδιά, Λατ. quercus, σε Όμηρ. κ.λπ.· αποδιδόμενο στον Δία, ο οποίος έδινε τους χρησμούς του από τις βελανιδιές της Δωδώνης, σε Ομήρ. Οδ.· από όπου, αἱ προσήγοροι δρύες, σε Αισχύλ.· παροιμ., οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι οὐδ' ἀπὸ πέτρης, εσύ δεν φύτρωσες ούτε από τα δάση ούτε από τους βράχους, δηλ. έχεις γονείς και πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ.· οὐ νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης ὀαρίζειν, δεν είναι τώρα καιρός να μιλάμε ήσυχα, από δέντρο ή βράχο, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για τα υπόλοιπα δέντρα, πίειρα δρῦς, το ρητινώδες ξύλο (του πεύκου), σε Σοφ.· λέγεται για την ελιά, σε Ευρ. III. μεταφ., εξασθενημένος γέροντας, σε Ανθ.