LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δρόσος"
- δρόσος, ἡ, I. 1. δροσιά, Λατ. ros, σε Ηρόδ.· στον πληθ., σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. καθαρό νερό, σε Αισχύλ. II. οτιδήποτε τρυφερό, όπως ἕρση II, τα μικρά των ζώων, στον ίδ.