Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δρόμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δρόμος, (δραμεῖν),· I. 1. αγώνας δρόμου, τρέξιμο, «κούρσα», σε Όμηρ. (βλ. τείνωοὐρίῳ δρόμῳ, σε ευθύ δρόμο, στην ευθεία, σε Σοφ.· λέγεται για κάθε γρήγορη κίνηση, π.χ. για πτήση, σε Αισχύλ.· λέγεται για χρόνο, ἡμέρης δρ., τρέξιμο μιας μέρας, δηλ. η απόσταση που μπορεί να διανύσει κάποιος μέσα σε μία μέρα, σε Ηρόδ.· δρόμῳ, τρέχοντας, στον ίδ., σε Αττ. 2. αγώνας με τα πόδια· παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, αγωνίζομαι για όλα, σε Ηρόδ.· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν, σε Αριστοφ. 3. το μήκος του σταδίου, διαδρομή ή στάδιο, άθλημα, αγώνας δρόμου, σε Σοφ. II. 1. τόπος κατάλληλος για τρέξιμο, τόπος για βόσκηση κοπαδιών, σε Ομήρ. Οδ. 2. αγώνας δρόμου, σε Ηρόδ.· δημόσιος περίπατος, Λατ. ambulatio, σε Ευρ., Πλάτ.· παροιμ., ἔξω δρόμου ή ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Λατ. extra oleas vagari, παρεκκλίνω από την πορεία, δηλ. παρεκκλίνω από το ζήτημα, από το θέμα, σε Αισχύλ., Πλάτ.· ἐκ δρόμου πεσεῖν, σε Αισχύλ.