LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δρυμός"
- δρῡμός, ὁ, ετερογενής πληθ. δρῠμά (δρῦς), άλσος από βελανιδιές και γενικά, άλσος, δάσος· μόνο στον πληθ. δρυμά, σε Όμηρ.· δρυμός στο Σοφ., Ευρ.