LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δροσερός"
- δροσερός, -ά, -όν (δρόσος), δροσολουσμένος, υγρός, γεμάτος νερό, νερουλός, σε Ευρ., Αριστοφ.